- σελιδοποίηση
- ησχηματισμός τυπογραφικών σελίδων: Μετά τη σελιδοποίηση θα γίνει το τύπωμα του βιβλίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σελιδοποίηση — Τυπογραφική διαδικασία διαμόρφωσης των σελίδων εντύπων, που λέγεται και «μοντάζ». Η σ. περιλαμβάνει τον καθορισμό του αριθμού των σελίδων, του αριθμού των γραμμών κάθε σελίδας, τη διάταξη των επικεφαλίδων, σχημάτων και υποσημειώσεων, καθώς και… … Dictionary of Greek
κασέ — το άκλ. 1. η συνηθισμένη αμοιβή ενός καλλιτέχνη τού θεάματος 2. μτφ. κοινωνική αναγνώριση και άνοδος («ανέβηκε το κασέ του» αναγνωρίζεται, ανέρχεται κοινωνικώς) 3. (τυπογρ.) α) το σύνολο τών υλικών που χρησιμοποιούνται για να γίνει η σελιδοποίηση … Dictionary of Greek
φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… … Dictionary of Greek
γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… … Dictionary of Greek
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
σελίδωση — η, Ν [σελιδώνω] σελιδοποίηση … Dictionary of Greek
σελιδοποιώ — Ν (για τυπογράφο) κατανέμω την στοιχειοθετημένη ή φωτοσυντεθειμένη τυπογραφική ύλη σε σελίδες, κάνω σελιδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
τεμάχιο — το / τεμάχιον, ΝΜΑ [τέμαχος] τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῑστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν. δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῡ ἄρρενος», Πλάτ.). νεοελλ. 1. συνεκδ.… … Dictionary of Greek
χεριά — η / χερέα, ΝΜ η ποσότητα που μπορεί να πιάσει κανείς με το χέρι, χερόλοβο, δράκα, χούφτα νεοελλ. 1. μέτρο μήκους για τη μέτρηση νήματος 2. (τυπογρ.) σφάλμα στη σελιδοποίηση, κατά το οποίο μια ποσότητα στίχων τοποθετείται σε άλλη στήλη ή σελίδα… … Dictionary of Greek